- αμετάλαβος
- -η, -ο [μεταλαβαίνω]ο αμεταλάβητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετάλαβος — η, ο αυτός που δε μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, δεν κοινώνησε: Χρόνια τώρα είναι αμετάλαβη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετάδοτος — η, ο (AM ἀμετάδοτος, ον) αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί νεοελλ. (ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός μσν. 1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος 2. αυτός που δεν κοινώνησε τών… … Dictionary of Greek
αμετάληπτος — ον (Α ἀμετάληπτος) [μεταλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που δεν πήρε τη θεία μετάληψη, αμετάλαβος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον και, ειδικά για λέξεις, αυτή που δεν μπορεί να αποδοθεί με άλλη λέξη και που κατ’ ουσία μένει… … Dictionary of Greek